- ισοδομικός
- -ή, -όισόδομος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόδομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χρ. Τσούντα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… … Dictionary of Greek